Feeds:
Posts
Comments

…anyone who reads deconstructive texts with an open mind is likely to be struck by the same phenomena that initially surprised me: the low level of philosophical argumentation, the deliberate obscurantism of the prose, the wildly exaggerated claims, and the constant striving to give the appearance of profundity by making claims that seem paradoxical, but under analysis often turn out to be silly or trivial.

Ο Π. άνοιξε την εξώπορτα χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και ανέβηκε τα σκαλιά χωρίς να βιάζεται. Κοιτάχτηκε στον μεγάλο καθρέφτη αδιάφορα. Κοίταξε τον πίνακα ανακοινώσεων και διάβασε τους όρους χρήσης του συμβολαίου για την απολύμανση της πολυκατοικίας. Έπιασε μια χούφτα φακέλους και ξεφύλλισε τα ονόματα. Διάλεξε έναν και άφησε τους υπόλοιπους. Περιεργάστηκε το σκαλιστό MAIL στο κουτί δίχως οροφή όπου περιέχονταν τα γράμματα και έσυρε το δάχτυλο του στη λεία επιφάνεια. Απομακρύνθηκε και στάθηκε μπροστά στο τέλος του διαδρόμου και κοίταξε το ασανσέρ και τις σκάλες. Δοκίμασε τα παπούτσια του τρίβοντας τα στην μαρμάρινη επιφάνεια. Κανένας ήχος. Άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες χωρίς να ανάψει στο φως και άνοιξε το φάκελο και άρχισε να τον διαβάζει. Διαφήμιση από μια εταιρία ειδικευμένη στην κατασκευή παιδικών επίπλων. Αφού τέλειωσε την ανάγνωση τοποθέτησε το χαρτί ξανά στο φάκελο, τον δίπλωσε και τον έβαλε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Συνέχισε να ανεβαίνει και να κοιτάζει τα ονόματα δίπλα στις πόρτες από όροφο σε όροφο. Στα μισά της σκάλας που οδηγούσε στον δεύτερο άνοιξε το παράθυρο και εισέπνευσε βαθιά και κοίταξε τον άδειο ουρανό και το φεγγάρι. Στάθηκε έτσι για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι που ένιωσε την ψύχρα στα μάγουλα του. Περίμενε λίγο ακόμα και έκλεισε το παράθυρο και συνέχισε να ανεβαίνει. Στο κεφαλόσκαλο του τέταρτου έβγαλε μια διπλωμένη φωτογραφία από μια άλλη τσέπη και την ξεδίπλωσε και την περιεργάστηκε. Ύστερα κοίταξε τα ονόματα στις τρεις πόρτες του ορόφου. Επέστρεψε στην πρώτη, και ετοιμάστηκε να χτυπήσει το κουδούνι. Κοντοστάθηκε και κοίταξε την ώρα. Η ανάσα του βάρυνε. Γράπωσε το μπράτσο του αριστερού του χεριού με το δεξί και περίμενε με κλειστά μάτια. Τα άνοιξε. Δεν χτύπησε το κουδούνι. Χτύπησε ελαφρά με την γροθιά του το φθαρμένο σημείο δίπλα στο μάτι τρεις φορές. Άλλες τρεις λίγο πιο δυνατά. Από μέσα ακούστηκε μια βλαστημιά και το σούρσιμο γυμνών ποδιών στο παρκέ. Ποιος είναι ρώτησε μια φωνή στάζοντας ακόμα ύπνο. Ο Π. ακούμπησε το δάχτυλο του στο μάτι της πόρτας και περίμενε. Ποιος είναι ρώτησε ξανά. Ο Π. είπε αργά θα σου μιλήσω για λίγο. Μείνε όρθιος ή κάθισε αλλά μη χάσεις λέξη. Ποιος είναι ρώτησε ξανά εκνευρισμένος. Άντε γαμήσου θα φωνάξω την αστυνομία. Με πανικό και τρέμουλο. Ο άνθρωπος μέσα στο σπίτι αναγνώρισε κάτι στη φωνή απέξω. Ο Π. ρώτησε δεν θα φωνάξεις την αστυνομία έτσι δεν είναι. Ησυχία. Έτσι δεν είναι ξαναρώτησε. Ακούω απάντησε ο άλλος από μέσα. Ο Π. έβγαλε ξανά τη διπλωμένη φωτογραφία και μια πινέζα. Την κάρφωσε με ασήμαντη προσπάθεια κάτω απ’το μάτι της πόρτας. Εστίασε το βλέμμα του και πήρε μια ανάσα και άρχισε να μιλάει μονότονα:

«Για να φτάσω εδώ ανέβηκα τέσσερις ορόφους και τις σκάλες στην είσοδο. Ο αέρας είναι δροσερός γιατί το κτίσμα αερίζεται καλά. Η ανάβαση δεν ήταν πιο κουραστική απ’όσο θα έπρεπε. Το παράθυρο πριν τον τέταρτο μου έδωσε μια θέα διαφορετική απ’το μπεζ και με βοήθησε να συνεχίσω με ανανεωμένο ενδιαφέρον. Αν είχα χρησιμοποιήσει τον ανελκυστήρα είμαι σίγουρος ότι θα με είχε φέρει σύντομα και ξεκούραστα μέχρι εδώ. Μα οι σκάλες επιτέλεσαν το σκοπό τους όσο καλύτερα μπορούσαν. Θα μπορούσες να πεις ότι το ίδιο το κτίσμα με βοήθησε να φτάσω ως εδώ και να χτυπήσω την πόρτα σου. Ή ότι τουλάχιστον δεν μου παρουσίασε κάποιο σημαντικό εμπόδιο. Καταλαβαίνεις;»

Καμιά απάντηση. Ο Π. ρώτησε ξανά καταλαβαίνεις. Ναι απάντησε ο άλλος τρέμοντας.

«Όλα αυτά συνέβησαν απ’τη στιγμή που άνοιξα την πόρτα της εισόδου. Το γυαλί της δεν σπάει εύκολα. Η κλειδαριά της δεν παραβιάζεται εύκολα. Όμως κάποιος την είχε ξεχάσει ανοιχτή. Ακουμπούσε στο πλαίσιο της χωρίς να έχει κλείσει τελείως. Ακόμα και αν ήταν κλειστή θα είχα μπει. Όχι όμως με την ίδια ευκολία. Ίσως ο κόπος να με είχε οδηγήσει στον ανελκυστήρα. Και σ’εκείνη την περίπτωση θα στεκόμουν πάλι εδώ. Ίσως ξανασκεφτόμουν πριν μιλήσω για τα εμπόδια που παρουσιάζει ή όχι το κτίσμα. Όμως αυτό δεν συνέβη. Καταλαβαίνεις;»

Τι σκατά θέλεις ρώτησε.

«Ξέρεις τι υπάρχει έξω απ’την είσοδο;»

Ησυχία. Πες μου τι υπάρχει έξω απ’την είσοδο είπε. Ο άλλος απάντησε ο δρόμος. Ο Π. επανέλαβε πες μου τι υπάρχει έξω απ’την είσοδο. Ο άλλος απάντησε σπασμένα η Καλλιδρομίου. Και τι άλλο ρώτησε. Το ψιλικατζίδικο. Το βενζινάδικο. Και τι άλλο ρώτησε. Τα αδέσποτα.

«Δεν έχεις ιδέα για το που ζεις. Δεν ξέρω αν νομίζεις ότι με κοροϊδεύεις. Δεν ξέρω αν κοίταξες ποτέ έξω απ’το παράθυρο ή αν βγήκες ποτέ απ’το κτίσμα. Δεν πειράζει. Κοίταξε τώρα.»

Τι εννοείς ρώτησε ο άλλος.

«Θέλω να βγεις στο μπαλκόνι σιγά-σιγά, χωρίς να ξυπνήσεις κανέναν, να κοιτάξεις καλά και να έρθεις πάλι εδώ και να μου πεις τι βλέπεις.»

Θα μπορούσα να πάρω τηλέφωνο τους μπάτσους είπε ο άλλος. Να περιμένω μέχρι να έρθουν. Το τμήμα είναι κοντά. Ο Π. αναστέναξε δεν θα το κάνεις. Ο άλλος έκανε να απαντήσει μην είσαι τόσο σίγουρος αλλά σταμάτησε στο μην και κατάπιε έναν λυγμό. Πέρασαν μερικά λεπτά. Ο Π. συνέχισε να περιεργάζεται την καρφωμένη φωτογραφία. Ύστερα από λίγο ακούστηκε η φωνή από μέσα ήρθα. Τι είδες ρώτησε ο Π. Το δρόμο είπε ο άλλος. Τα φώτα. Το δρόμο. Ο Π. αναστέναξε ξανά.

«Συνεχίζεις να νομίζεις ότι έτσι με κοροϊδεύεις. Δεν έχω αντίρρηση, αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα. Επειδή όμως έξω απ’την είσοδο δεν υπάρχει κανένας δρόμος, πρέπει να διευκρινιστεί τι υπάρχει. Είναι ανεπίτρεπτη αυτή η πλάνη. Θες να μάθεις τι υπάρχει;»

Ο άλλος δεν απάντησε. Ο Π. συνέχισε.

«Έξω απ’την είσοδο ο αέρας είναι άσχημος. Χειρότερος απ’ότι μέσα. Δέκα φορές χειρότερος. Ξερός. Έχει γεύση σκόνης και σαπίλας. Δεν υπάρχει δρόμος. Δεν υπάρχει άσφαλτος. Η άσφαλτος που ξέρεις έχει διαλυθεί χρόνια τώρα. Είναι σκόνη. Οι άνθρωποι που την έφτιαξαν κάποτε τώρα τη διέλυσαν με τα ίδια τους τα χέρια. Αν σε βοηθάει αυτή η σκέψη. Πέρα απ’τη σκόνη υπάρχει μόνο κι άλλη σκόνη. Η υπόλοιπη έρημος. Δεν υπάρχουν κτίσματα πέρα απ’το δικό σου. Οι ένοικοι τους τα άδειασαν. Οι ιδιοκτήτες τους τα εγκατέλειψαν. Οι χτίστες τους τα κατεδάφισαν. Τα συντρίμια έμειναν ανώνυμα και ασήμαντα και σύντομα προστέθηκαν στη σκόνη. Δεν υπάρχουν αδέσποτα γύρω απ’το κτίσμα σου. Το νερό τους τέλειωσε. Η τροφή τους τέλειωσε. Έσκαψαν τους τάφους τους γύρω απ’τα χαλάσματα και ξάπλωσαν και ξεψύχισαν με ανακούφιση.»

Για λίγο ακουγόταν μόνο η αναπνοή πίσω απ’την πόρτα. Ο Π. συνέχισε.

«Οι εργάτες ξήλωσαν το δρόμο γιατί περνούσε μπροστά απ’το κτίσμα σου. Οι κάτοικοι διάλεξαν την εξορία γιατί έμεναν απέναντι σου. Τα αδέσποτα επέλεξαν τον θάνατο γιατί έπιναν απ’τις βρύσες σου και έτρωγαν απ’τις τροφές σου. Καταλαβαίνεις;»

Ησυχία. Ο Π. ρώτησε βρίσκεις τα λόγια μου πομπώδη. Ησυχία.

«Τα λόγια μου είναι ανεπαρκή. Φτωχά. Αποτελούν όμως – και να είσαι σίγουρος για αυτό – το μόνο σου σύνδεσμο με την πραγματικότητα. Τα μάτια σου είναι άχρηστα. Αν τα έβγαζες τώρα δεν θα έκανε καμιά διαφορά. Δεν μπορούν να σου παρέχουν καμιά βοήθεια πια, με κανένα τρόπο. Καταλαβαίνεις;»

Ο άλλος είπε ναι και ακούστηκε ο ήχος των νυχιών του που έξυναν την πόρτα.

«Αν βγεις ξανά έξω και κοιτάξεις θα δεις πάλι ένα δρόμο. Το μυαλό σου θα τον ονομάσει με το όνομα που ανέφερες πριν. Τα μάτια σου θα τον ντύσουν με τα χαρακτηριστικά που θες να δεις. Θα συνεχίσει να μην είναι ένας όμορφος δρόμος. Όμως θα είναι μια ανακούφιση. Δεν έχει κανένα νόημα να ξαναβγείς έξω. Καταλαβαίνεις;»

Ο άλλος είπε ναι και η πόρτα τραντάχτηκε ελαφρά κάτω απ’το βάρος του και τους λυγμούς του.

«Θέλω να ξέρεις πόση αξία έχουν οι πιθανές κινήσεις σου για να μην ξοδέψεις παραπάνω ενέργεια. Θέλω να ξέρεις ότι το καλύτερο πράγμα που έχεις να κάνεις είναι να σηκωθείς και να μου ανοίξεις. Αν με αφήσεις να μπω ίσως καταφέρεις να σώσεις κάτι.»

Σιγά μη σαφήσω να μπεις αρχίδι.

«Ξέρω ότι έχεις να σώσεις κάτι. Κοίτα απ’το ματάκι.»

Ο άλλος ανασηκώθηκε και σκούπισε τα μάτια του και κοίταξε. Παραπάτησε και ξανάρχισε να κλαίει και να ψελλίζει άντε γαμήσου άντε γαμήσου. Κοντοστάθηκε και συγκεντρώθηκε. Άνοιξε την πόρτα.

Ο Π. στάθηκε μπροστά του χαμογελώντας αδιάφορα. Ήξερες τι έπρεπε να κάνεις και το εκτιμώ είπε. Κρατούσε τη φωτογραφία στο δεξί χέρι. Του την έδειξε ξανά. Ο άλλος ψέλλισε τι σκατά θες με τα παιδιά μου. Ο Π. προσποιήθηκε αγανάκτηση. Δεν είμαστε σε ταινία είπε. Δεν χρειάζεται να κάνουμε τέτοιο τον διάλογο. Ας έχει περισσότερη ουσία. Είμαι εδώ μπροστά σου και σε βάζω να κάνεις μια επιλογή. Εσύ ή τα παιδιά σου. Έξω είναι έρημος. Δεν έχει τίποτα για πολλά μίλια. Μπορώ να βοηθήσω είτε εσένα είτε αυτά. Η γυναίκα σου δεν πρόκειται να γυρίσει. Το ξέρεις καλύτερα από εμένα. Τα πάντα είναι έρημος εδώ γύρω. Το ξέρεις πια. Διάλεξε.

Ο άλλος άρπαξε τη φωτογραφία και κοίταξε τα δυο αγόρια. Δεν ήταν όμορφα. Ποτέ δεν ήταν. Ούτε καν χαριτωμένα. Τα φορτώθηκε άδικα. Το πατρικό ένστικο όμως αναρωτήθηκε. Που είναι. Τα ξανακοίταξε. Για λίγο έχασε την αίσθηση ότι είναι πραγματικός. Άγγιξε με την παλάμη το μέτωπο του και την έφερε στο στόμα του και γεύτηκε τον ιδρώτα του. Αυτό τον βοήθησε να συγκεντρωθεί. Τα παιδιά. Τα ξανακοίταξε. Μην το σκεφτείς πολύ σκέφτηκε. Μην τον αφήσεις να τα πάρει μακριά – μην τον αφήσεις να σε πάρει μακριά. Δυο αντικρουόμενες σκέψεις τον έκαναν να του ορμήξει.

Ο Π. τον χτύπησε με την παλάμη του στη μύτη και την ένιωσε να υποχωρεί λίγο και ακολουθώντας την ορμή του χτυπήματος του μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα και τον κράτησε απ’το γιακά προτού πέσει. Ο άλλος έθαψε τον πόνο του και συγκράτησε ένα μουγκρητό στο λαρύγγι του. Ο Π. τον άρπαξε απ’τα μαλλιά και τραβώντας το κεφάλι του προς τα πίσω τον χτύπησε με το γόνατο στο σβέρκο. Βεβαιώθηκε ότι έχασε τις αισθήσεις του και τον ακούμπησε στο παρκέ.

Το σπίτι δεν ήταν μεγάλο. Δίπλα στο ξέστρωτο κρεβάτι υπήρχαν δυο κούνιες με δυο γαλήνια μωρά. Ο Π. τα περιεργάστηκε. Ήταν ίδια με τις φωτογραφίες. Ήρεμα και άσχημα. Περιεργάστηκε το υπόλοιπο δωμάτιο. Αταίριαστα νεανικό. Πήρε ένα μαξιλάρι απ’το κρεβάτι και έπνιξε τα δυο μωρά. Τα παρακολούθησε να ξεψυχούν χωρίς ήχο ή ενόχληση. Το ανοιχτό παράθυρο στα δεξιά υπαινίχθηκε την ψύχρα της ερήμου και έφερε λίγη άμμο μέσα. Άφησε το μαξιλάρι ξανά στο κρεβάτι και έκλεισε το παράθυρο κοιτάζοντας έξω. Η κενή νύχτα πάνω στην άδεια έρημο.

Ο άλλος ξύπνησε με πονοκέφαλο και καθισμένος στον καναπέ.Ο Π. ήταν καθισμένος δίπλα του και κοιτούσε τον τοίχο. Τι έγινε είπε. Τι έγινε. Τι έγινε. Σα να μπορούσε να πει μόνο αυτό. Σαν πανικός. Ο Π. είπε διάλεξες χωρίς να τον κοιτάξει. Ο άλλος αναζήτησε με τα μάτια του τη φωτογραφία. Δεν ήταν πουθενά. Σηκώθηκε και τρέκλισε μέχρι την κρεβατοκάμαρα. Επέστρεψε και σωριάστηκε στον καναπέ. Θα πρεπε να κλαίω είπε. Ναι είπε ο Π. Θα πρεπε να θρηνώ είπε. Ναι είπε ο Π. Γιατί νιώθω ελεύθερος ρώτησε. Ο Π. σούφρωσε τα φρύδια του.

Κοιτώντας τα σαπισμένα εντόσθια του ανελκυστήρα να χύνονται σε κάθε όροφο και αναζητώντας τα απομεινάρια τις σκάλας και διακινδυνεύοντας ένα άλμα όπου ήταν απαραίτητο κατέβηκαν. Κοιτάχτηκαν στον μεγάλο ραγισμένο καθρέφτη. Παραμέρισαν τα σπασμένα γυαλιά της εισόδου.

Η έρημος απλωνόταν άτεγκτη μπροστά τους. Ελάχιστες αλλαγές γίνονταν αντιληπτές με κάθε φύσημα του ανέμου. Τυχαίοι κόκκοι άμμου παρασέρνονταν από μια επιφάνεια σε άλλη. Δεν αλλάζει ποτέ σχολίασε ο Π. Είναι κοντά η αυγή ρώτησε ο άλλος. Ο Π. τον κοίταξε ερωτηματικά και έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό και άρχισε να προχωράει. ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ Η ΑΥΓΗ ρώτησε φωνάζοντας ο άλλος. Ο Π. συνέχισε και ο άλλος τον ακολούθησε. Η έρημος κάλυψε και το τελευταίο κτίσμα και οι φιγούρες σύντομα εξαφανίστηκαν στην άδεια έκταση.

Ήρεμα τώρα – λίγες ανάσες – ωραία, όλα καλά, όλα καλά, αρχίδια.

Σπίτι μετά από δυο μέρες – κρύο / χιόνι / πάγος και όχι μόνο στον καιρό, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά, και αν δεν είχα αυτό το θέαμα μπροστά μου θα χαρακτήριζα εύκολα τις τελευταίες μέρες γαμημένες – δεν μπορώ – δεν συγκρίνεται – τίποτα δεν συγκρίνεται με αυτό:

Χιόνι παντού, ελαφρύ στα αυτοκίνητα, βρώμικο και σκληρό στο δρόμο – πες το αγνό άσπρο – πες το παραπλανητικό. Με μικρά βήματα στην εξώπορτα. Παγωμένα δάχτυλα στην τσέπη – παγωμένο μέταλο, κλειδιά – στάσου – κάτι βρίσκεται μπροστά στην πόρτα. Κάτι: τυλιγμένο σε πλαστικό – πες παλιές τέντες και σίγουρα πιο εύκολες μέρες – τι σκατά τύλιξαν σε τόσο πλαστικό; – μαλλιά, λαιμός – κάτι: πεντακάθαρο, κάτασπρο, να κοιτάξω/να μη κοιτάξω να τρέξω/να μείνω – στα γόνατα, τα μάτια μου κάπου αλλού, τα χέρια στο πλαστικό, ξεδιπλώνουν – ηλίθια σκέψη: ας νοιώσω μια ανάσα – μαλλιά, μαλλιά, αυτά τα μαλλιά τα ξέρω – κοιτάζω/δεν κοιτάζω – τώρα – όχι. Βαρετά καφέ μαλλιά – «έχεις τα πιο βαρετά μαλλιά του κόσμου» και γέλια – λίγο πιο πάνω, μισάνοιχτα χείλη – καμιά ανάσα, φυσικά.
Κόκκινο παντού / πες το άσπρο ήρεμο / καθησυχαστικό / παραπλανητικό – με το πρόσωπο στο χιόνι, στα τέσσερα, μακρυά, μακρυά της, άσπρο καυτό στο μέτωπο και ΦΟΝΟΣ κόκκινο πίσω απ’τα μάτια.
Πάλι πίσω: τα χέρια από μόνα τους, ξεδιπλώνουν, ξετυλίγουν – ακριβώς σα δώρο χριστουγέννων – όχι, η κορδέλα; – «μ’αρέσουν οι εκπλήξεις και το ξέρεις, έλα τώρα μέσα να βρείς τη δική σου» και ένα χαμόγελο πριν γυρίσει η πλάτη – τρεμάμενα χέρια – όχι – όλα υπό έλεγχο – όλα καλά, κάτι – πες: εκείνη – πες: σκληρή, κρύα, άσπρη, κανένα τραύμα, καμιά ενόχληση – πες: κοιμήθηκε – ΟΧΙ.
Πίσω – πρώτες σκέψεις – ποιος/γιατί – σε παρένθεση: που είναι τα δάκρυα; – όχι τώρα – ποιός;
Το όνομα – πες: σα γροθιά στο στομάχι – πες: σα μαχαιριά – μαλακίες, καλύτερα πες: γνωστό, βαρετό, πριν ακόμα τη δώ, γνωστό από πάντα.

Στην αγκαλιά μου – στο σπίτι: στον καναπέ. Πρόσωπα – χαμόγελα – βοήθεια – κανείς. Στο τηλέφωνο: κανείς. Στα δωμάτια: δεν είμαι εδώ, δεν είναι εδώ, δεν είναι εδώ, δεν είναι εδώ – άδεια. Πες: μιλώντας για εκείνη σε παρελθοντικό χρόνο. Σκέψου: τέλος;;; κηδεία;;;; συλλυπητήρια;;;;;;;;
Δεν θυμάμαι τι σημαίνουν αυτά / δεν ξέρω / δεν θα έπρεπε.

Τώρα: στο τηλέφωνο – μπάτσοι σε πέντε λεπτά εδώ – ήδη καταδικασμένο – την παίρνουν μακρυά μου – πες: καλύτερα έτσι.

Οι επόμενες μέρες:
Δικές τους έρευνες: τίποτα – ερωτήσεις: τίποτα – όλα με στυλ, όμως: τίποτα.
Να ψάξω / να λουφάξω / να πενθήσω – όχι, πες: δεν θα σταματήσω – πες: θα σε εκδικηθώ – ξέρεις: μαλακίες – ο παλιός πόνος κι άλλος τόσος – κι άλλος τόσος – μια κούραση σαν κρύο, σαν φωτιά – μη κάθεσαι / να ψάξω – τώρα.

Πέντε μέρες: μέσα και έξω απ’την πόλη – δικές μου έρευνες – δικές μου ερωτήσεις – απ’το κακό στο χειρότερο.
Πέντε μέρες: η ίδια φωνή: «θες να το ξανακούσεις; θες να τα ξαναμάθεις;»
Πέντε μέρες: η δικιά μου: ο επόμενος θα πει άλλο όνομα, άλλη ιστορία, θα με οδηγήσει –
Πέντε μέρες: το γνωστό όνομα, η γνωστή ιστορία. Ξανά. Ξανά.
Πέντε μέρες: ξέρεις ποιος είναι – ψάχτον στη φωλιά του:

Η μουσική στην πόλη: δεν άκουσες / δεν ξέρεις / δεν ήσουν εκεί – κάτω – πιο κάτω – σκόρπιες νότες και καπνός: παυσίπονο για τα πάντα. Η μουσική στην πόλη: τσούλα / νταβατζής / κουστουμάτος – ίδιος μέρος – διαφορετικές γωνίες – ίδιος ιδρώτας – μάτια: ίδιος στόχος: σκηνή – σαξόφωνο/πιάνο/τύμπανα – η μουσική στην πόλη: δεν άκουσες τίποτα – άκουσες τα πάντα.

Στην μουσική: βιαστικά βήματα σε κάθε υπόγειο – λάδωμα στον μπάρμαν – ίδιες ερωτήσεις – είμαι καλός σε αυτό:

«Πότε τον είδες τελευταία φορά;»
«Έπαιζε μέχρι τις προάλλες, τα βρόντηξε και έφυγε ξαφνικά» / «Έπαιζε με τα παιδιά εδώ, ρώτα τους, χθες να ‘ρχόσουν θα τον έβλεπες» / «Ποιόν είπες;» / «Δεν τον είδα» / «Ποιόν; Στρίβε τώρα» / «Δεν είχαμε ποτέ τέτοιον εδώ» / «Για μαλάκα με περνάς;»

Στην μουσική: Όλοι έπαιξαν κάποτε μαζί του – όλοι τον έχουν ακούσει – κανείς δεν τον ξέρει – δεν είδες τίποτα / δεν άκουσες τίποτα.

Τώρα: είναι συνεννοημένοι / με κοροϊδεύουν / συνομωσία; / ξέρω εγώ / αυτός το έκανε / να τον βρώ / να μη τον βρώ / με δουλεύουν / με δουλεύουν γαμώ τη μάνα τους / η αλήθεια –

Πες: δεν υπάρχει.

Όχι.

Μαλακισμένο φρικιό πούστης πρεζάκι αράπης γαμιόλης τρομπετίστας – φτύνω – τον ξέρεις; – δεν είδες τίποτα –

ο ίδιος χορός, τα ίδια βήματα, κλείσε την αλήθεια κάπου σκοτεινά και πέτα το κλείδι – συνέχισε να ψάχνεις – συνέχισε να ψάχνεις:

Πέντε μέρες: ο θάνατος της – κοινό μυστικό: από στόμα σε στόμα σε ποτήρι σε κώλο σε τσιγάρο – όλοι ξέρουν – όλοι μαθαίνουν – αυτός το έκανε, ναι – κανείς δεν είδε τίποτα.
Προς εμένα: με χαμόγελα / με κατανόηση / με συμπόνοια / με οίκτο.
Προς εμένα: με δούλεμα / μισόλογα / ψέμματα / δικαιολογίες / σιωπή.

Ένα ίχνος: «Παίζει ακόμα εδώ, θα παίξει σήμερα βράδυ, έλα να τον δεις» – επιτέλους – οι ώρες: τρέχουν, βράδυ:

Εγώ: στο πιο μακρινό τραπέζι – ζεστό κάτουρο-τι-σκατά-μου-σέρβιραν στο ποτήρι – τσιγάρο; γιατί όχι – μάτια μόνο/πάντα/πάνω στη σκηνή.
Αυτός: στη σκηνή, καθαρίζει την τρομπέτα – τα ίδια μάτια – η ίδια υπόσχεση – χαμογελάει σε κάποιον/κάτι – πες: σε εμένα – σκέψου: όχι. Πειράγματα με τον πιανίστα – αστεία με τον μπασίστα. Εδώ: οι πρώτες νότες – σα λαιμός που καθαρίζει – μια ψιλή που μου σπάει τ’αρχίδια / το φλέμμα στο πεζοδρόμιο. Βλέμματα μεταξύ τους – ξεκινούν –

η μουσική στην πόλη – στους δρόμους – κάτω απ’τους δρόμους – εδώ:

αργά στην αρχή – ζεσταίνονται – βόλτες από δω κι από κει, κανένα θέμα – μια νότα του πιανίστα – εδώ είμαστε – το θέμα, να – ξετυλίγεται – ζεστάθηκαν – η ταχύτητα: ιδρώτας σε μέτωπα και βαριές ανάσες – το θέμα: ξετυλίγεται, σα πλαστικό –

εγώ: δάχτυλα στο ποτήρι, άσπρα απ’το σφίξιμο – λίγο ακόμα και θα σπάσει – μάτια πάντα επάνω του – κοίτα τα δάχτυλα του – κλάψε / κοίτα / μην κλαίς – χαμογελάει – σε μένα – σε μένα –ΣΕ ΜΕΝΑ –

σκέψου: όρθιος – όχι.

Ένα σόλο, κύκλοι στο θέμα, ηρεμία – καταιγίδα πάλι – κοφτές νότες δεν γεμίζουν αρκετά τη σιωπή – πιο γρήγορα – πιο γρήγορα – τα δάχτυλα του στην τρομπέτα – ακριβώς όπως ένας μάγος – σε μένα και εκείνη, τότε: «…πιο πολλά κόλπα απ’όσα φαντάζεστε» – τώρα: η απόδειξη – εκεί: μου χαμογελάει, σε μένα –

εδώ: πρόσεχε τα δάχτυλα του, τα δάχτυλα του – σόλο – εγώ: έχω μείνει μαλάκας – ΑΚΡΙΒΩΣ όπως ένας μάγος – πρόσεχε – τα δάχτυλα του – κρεσέντο κιόλας; – σήκω – σήκω – κάτι θα κάνει – τα δάχτυλα του:

έφυγε.

Το χαμόγελο του κρέμεται για λίγο στη σκηνή – η αλήθεια έφαγε σχεδόν όλη την πόρτα – μια τελευταία προσπάθεια πριν πω τη λέξη:

στα παρασκήνια, ερωτήσεις / απαντήσεις: «δεν έχουμε τρομπέτα» – «τρείς είμαστε μάγκα μου, τι κάπνισες;» – «δεν έπαιζε ποτέ μαζί μας αυτός».

Έκτη μέρα:

Σπίτι – στο γραφείο – βάλε τις λέξεις στη σειρά και άστο να βγει – δεν θα ξεσκίσει – θα βγει – δεν θα τ’αφήσεις – ωραία καινούρια γραφομηχανή / φρέσκο μυρωδάτο χαρτί / η μυρωδιά της – όχι.
Λέξεις σε μια σειρά: πρόσωπα / μέρες / ημερομηνίες, όλα ένα, μόνο αυτό εδώ απέμεινε. Πες: αμνησία. Πες: τρέλα; Ανακουφίσου: σοκ.

Όχι.

Μαζί με το πτώμα και το πλαστικό – όλα τα χρόνια που δεν θα μάθει ποτέ κανείς – όλα τα χρόνια μόνος – μαζί σου – έμειναν έξι μέρες και αυτές λειψές:

φόνος.

Φάντασμα; Ήταν εκεί. Εδώ. Πουθενά. Η αλήθεια: όχι, όχι, ΌΧΙ.

Η αλήθεια:

ερωτήσεις/απαντήσεις ίδιες – ΜΕΓΑΛΟ ΓΙΑΤΙ: είναι εδώ / δεν είναι εδώ, είδαμε / δεν είδαμε, άκουσα / δεν άκουσα, «ΚΑΙ ΓΑΜΩ ΤΙΣ ΤΡΟΜΠΕΤΕΣ», στα παρασκήνια / κάτω / επάνω – πουθενά. Η αλήθεια: ΟΧΙ!!!!!!!!

οι λέξεις – μια προσωρινή ανακούφιση – ξανακοίτα τες – κλάψε: ένα επιμύθιο χωρίς συνοχή, χωρίς ιστορία, αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω για σένα. Το αντίο μου, λίγες λέξεις ακόμα, η αλήθεια:

φόνος / με μεγάλα κόκκινα γράμματα, ναι / φονιάς;

εδώ – εκεί – ΠΑΝΤΟΥ.

Πες: δεν ξέρω, πες: ήταν άλλος, πες: μεταμφίεση, πες: δεν θα μάθω, σκέψου: παντού/πουθενά – κοίτα τη στα μάτια και πες το: δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει. Όλοι το ξέρουν. Όλοι τον ξέρουν. Το ίδιο όνομα – το ξέραμε από πάντα – «…περισσότερα κόλπα απ’όσα φαντάζεστε…» – τα δάχτυλα του – τα δάχτυλα μου τσακισμένα απ’τη γραφομηχανή-σφυρί.

Λέξεις / εδώ / τώρα: σπασμένες, για σένα. Εδώ, για αυτόν. Σε μια υποτυπώδη σειρά: δεν θα μάθω, δεν έμαθες, αυτός ξέρει;

Ερωτηματικά. Που είναι η συνοχή; Το χιόνι – πιο ελαφρές μέρες. Ο πάγος – βρώμικος – το τώρα. Οι λέξεις που τελειώνουν – η μουσική στην πόλη: ΟΧΙ – πες: η μουσική ΕΔΩ:

στη δισκοθήκη – στη σκόνη – εσύ – ανάμεσα στους δίσκους – έξω απ’τη θήκη – στο πικάπ – ο ήχος της τρομπέτας του απ’τα ηχεία / το χαμόγελο του ίδιο με το δικό σου / τα δάχτυλα του – μαγεία – με εμποδίζει να θυμηθώ –

οι λέξεις: κοίτα τη σελίδα μέχρι να τελειώσει ο δίσκος – το τέλος και δεν έμαθες τίποτα –

πες: το τέλος.

If I was young, I’d flee this town
I’d bury my dreams underground
As did I, we drink to die, we drink tonight



Far from home, elephant gun
Let’s take them down one by one
We’ll lay it down, it’s not been found, it’s not around



Let the seasons begin – it rolls right on
Let the seasons begin – take the big king down



Let the seasons begin – it rolls right on
Let the seasons begin – take the big king down



And it rips through the silence of our camp at night
And it rips through the night, all night, all night



And it rips through the silence of our camp at night
And it rips through the silence, all that is left is all that i hide

Γιατί κλαις;
Ο θόρυβος μου ματώνει τα τύμπανα. Το κλάμα είναι αντανακλαστικό.

Γιατί δεν κλαις;
Κάποιος πάτησε το OFF.

– Που είναι ο βάλτος ;
Στην Ουροδόχο Κύστη.

– Ποιός και που είναι ο δεσμοφύλακας ;
Τον φωνάζουν Πάπια και φυλάει τον σταθμό ΗΣΑΠ των Κάτω Πατησίων.

– Που συναντάς μία εντελώς δική σου άβυσσο ;
Στις ακτινογραφίες.

– Περιφρονείς κάτι ;
Το ιγμόριο.

– Θα ερωτευόσουν για πάντα ;
Μέχρι ο θάνατος να σε χωρίσει στα δύο.

– Γιατί πωλούνται τα “έργα τέχνης”;
Το κλάμα δεν είναι ποτέ αρκετό.

– Μήπως να αφαιρεθούν τα εισαγωγικά από την προηγούμενη ερώτηση ;
“Γιατί πωλούνται τα έργα τέχνης;”

– Do you remember revolution ?
Do you remember evolution? Me neither.

– Θα ανέβαινες ένα βουνό αν το επέβαλλε το ωροσκόπιό σου ;
Θα ανέβαινα αν το επέβαλλε στον ωροσκόπο μου.

– Θα σκότωνες τον παππού σου, αν το τζάμι δεν έσπαγε απ’ τον πάγο ;
Ο παππούς είναι φαγωμένος.

– Θα μπορούσες να κλείσεις τα μάτια σου, αν η ζωή σου έστηνε καρτέρι ;
Θα τα έκλεινα για μια νέα ζωή με νέες ήττες και νέες συντριβές.

– Θα κυλούσε η πέτρα του θανάτου το πρωί αν δεν κινδυνεύατε να τιμωρηθείτε απ’ το νόμο ;
Η πέτρα του θανάτου δεν κυλάει. Λιώνοι.

– Θα εξετάζατε το ενδεχόμενο να διανύσετε τα μεσάνυχτα απ’ την αρχή μέχρι το τέλος την οδό Αχαρνών, αν γνωρίζατε ότι ποτέ δεν πρόκειται να σας συλλάβουν ;
Αμέ. Εκεί συχνάζει το πάντα προσηνές μπλακ μπλοκ του Αλβανού.

– Θα σκότωνες τον Μπους αν σου χάριζαν 10 λαχταριστά εκλέρ ;
Ο Μπους δεν υπάρχει.

– Θα μου έδειχνες τα σαπισμένα σου δόντια αν έβλεπες μέσα τους τα αστέρια ;
Θα σε έλεγα αθεράπευτα ρομαντική και μετά το σεξ.

– Θα έπεφτες στο πηγάδι αν ήσουν θλιμμένος;
Κοίταξα στο πηγάδι και είδα τον Άθω, τον Πόρθω και τον Άραμι. Ο Νταρ’τανιάν εξέλοιπαι. Έπεσα με μεγάλη θλίψη και ήταν όλοι εκεί, μια μεγάλη ζεστή αγκαλιά.

Δυστύχημα:

Boss Tweed: You killed an elected official?
Bill: Who elected him?
Boss Tweed: You don’t know what you’ve done to yourself.
Bill: I know your works. You are neither cold nor hot. So because you are lukewarm, I will spew you out of my mouth. You can build your filthy world without me. I took the father. Now I’ll take the son. You tell young Vallon I’m gonna paint Paradise Square with his blood. Two coats. I’ll festoon my bedchamber with his guts. As for you, Mr. Tammany-fucking-Hall, you come down to the Points again, and you’ll be dispatched by my own hand. Get back to your celebration and let me eat in peace.

– Γιατί κλαις ;
Το χαρτί του ερωτηματολογίου σας μυρίζει κρεμμύδι και μου θυμίζει τις πτυχές Της.

Γιατί δεν κλαις ;
“Το κρεμμύδι ως αιδοίο”, Βόλφγκανγκ Χέλλερ, 1899, Δρέσδη.

– Που είναι ο βάλτος ;

– Ποιός και που είναι ο δεσμοφύλακας ;
Το νεογέννητο στο Μητέρα που κλαίει νευρωτικά και στάζει από παντού σάλια.

– Που συναντάς μία εντελώς δική σου άβυσσο ;
Στα ποιήματα του Νίκου Καρβέλα.

– Περιφρονείς κάτι;
Τον δρόμο, τον χρόνο και τον πόνο.

– Θα ερωτευόσουν για πάντα ;
Θα με ερωτευόσουν για πάντα;

– Γιατί πωλούνται τα “έργα τέχνης”;
Όλοι μετέχουμε στην creative commons σούπα ταλέντου.

– Μήπως να αφαιρεθούν τα εισαγωγικά από την προηγούμενη ερώτηση;
Δεν νιώθεις προστασία μέσα στα εισαγωγικά;

– Do you remember revolution?
Ο Στάλιν ζεί και σπέρνει εφιάλτες σε ρεφορμιστές και γραφειοκράτες.

– Θα ανέβαινες ένα βουνό αν το επέβαλλε το ωροσκόπιό σου ;
Και μετά, τι; Ίσως έπεφτα παρέα με το ωροσκόπιο και το ερωτηματολόγιο.

– Θα σκότωνες τον παππού σου, αν το τζάμι δεν έσπαγε απ’ τον πάγο ;
Το τζάμι έχει ήδη ραγίσει και ο παππούς είναι νεκρός. Ο πάγος απ’την άλλη δεν λέει να λιώσει και ως εκ τούτου νιώθω ανίκανος να σας απαντήσω.

– Θα μπορούσες να κλείσεις τα μάτια σου, αν η ζωή σου έστηνε καρτέρι ;
Είναι ραμμένα από καιρό με νήμα πολυτελείας.

– Θα κυλούσε η πέτρα του θανάτου το πρωί αν δεν κινδυνεύατε να τιμωρηθείτε απ’ το νόμο ;
Και τα θύματα; Δεν σκέφτεσαι τα θύματα; Ποιός τα σκέφτεται τελικά; Το κράτος πρόνοιας που είναι; Εσύ τι θα κάνεις για τα θύματα;

– Θα εξετάζατε το ενδεχόμενο να διανύσετε τα μεσάνυχτα απ’ την αρχή μέχρι το τέλος την οδό Αχαρνών, αν γνωρίζατε ότι ποτέ δεν πρόκειται να σας συλλάβουν ;
Ποτέ δεν με συνέλαβαν.

– Θα σκότωνες τον Μπους αν σου χάριζαν 10 λαχταριστά εκλέρ ;
Θα σκότωνα τα εκλέρ. Πιο χρήσιμο.

– Θα μου έδειχνες τα σαπισμένα σου δόντια αν έβλεπες μέσα τους τα αστέρια ;
Θα στα έδινα στην χούφτα.

– Θα έπεφτες στο πηγάδι αν ήσουν θλιμμένος ;
Κοιμάσαι εκεί που κατουράς; Όχι. Πέφτεις;

ένα νυστέρι έπεσε πάνω στη χώρα

η χώρα είναι αποικία

η χώρα κόπηκε

πολλοί το πέρασαν για πεφταστέρι

η αλήθεια είναι πως πριν κοπούν τα πάντα

οι άποικοι

μονάχα οι άποικοι, ούτε οι έποικοι ούτε οι μέτοικοι

ένιωσαν να αναδεύεται στα στομαχικά υγρά τους

εκτός από οξύ

μια ζέστη και ενα φως

που είχαν καιρό να νιώσουν

θα ήταν μάλιστα ασφαλές να πούμε

ότι λίγο πριν κοπούν τα πάντα

ένιωσαν μια ζέστη σαν αγάπη

που δεν είχαν νιώσει ποτέ τους

αλήθεια είναι κρίμα

η ζωή τους κορυφώθηκε λίγα λεπτά πριν

πριν

και συ δεν θα το μάθεις ποτέ.

Klaus Dinger was a German musician and songwriter most famous for his contributions to the seminal Krautrock outfit, Neu!, and his invention of the Motorik beat. Less known is that he was the former percussionist and founding member of Kraftwerk. He died March 20, 2008, four days before his 62nd birthday

Where are you?
Are you hiding from me?
Are you still looking for things that no-one else can see?

Where are you?
Are you in some place that we cannot reach?
Are you bathing in moonlight or drowned on the beach?

Where are you?
Are you surrounded by things we cannot penetrate?
Is the cage you love the home you also hate?

Your fear of death attracts such strange objects
Smothering you, hiding you, don’t let it spoil you
Show yourself so the others may see you
So the others may feed you
They want to be near you

If you can’t get enough of your hypnotic injection
Then it’s time to put an end to this invalid function
Poor little ghost boy
Let me be your human toy

Where are you?
No-one’s seen you for years
Have your wounds grown wings? Are you feasting on fears?
I can see your dark corona is eating into you
You’re surrounded by things we cannot penetrate
Is the cage you love the home you also hate?
Life lies with the scissors inside her
The surgeon was a butcher
All of us are wounded, anaesthetised in A.E.
Numbed by stuff we should not see
Each of us lies bleeding
Our rivers intermingling
Poor little ghost boy
Let me be your human toy

I’ll wrap my last kiss in a bandage
I’ll wrap my last kiss in a bandage
I’ll wrap my last kiss in a bandage
I’ll wrap my last kiss in a bandage

el.

I = -frac{dQ}{dt}Πάρε ένα ξεθωριασμένο τύμπανο και πέτα το θυμωμένα σε ένα άδειο υπόγειο. Άκου προσεκτικά τον ήχο που θα παραχθεί και γράψε τις σκέψεις σου σε ένα μικρό, στυλάτο σημειωματάριο με οργανωμένα στρογγυλά γράμματα. Σκύψε και αγκάλιασε τα γόνατα σου. Άκου τον αντίλαλο να περιπλανιέται ανήσυχος από τοίχο σε τοίχο. Ανατρίχιασε και εξερεύνησε με τη γλώσσα σου την πίκρα της σκουριάς. Συνειδητοποίησε τη γύμνια σου. Να αρχίσεις να κρυώνεις και να συρθείς πίσω απ΄ τον αντίλαλο ακουμπώντας προσεκτικά τις παλάμες σου σε συγκεκριμένα σημεία του δαπέδου για να μην κοπείς, λερωθείς, πονέσεις. Να νιώσεις το τσιμέντο να μετράει νωχελικά τα πλευρά σου μόνο και μόνο γιατί αυτό είναι το μόνο που μπορεί να γίνει εκείνη τη στιγμή. Να το δεχτείς χωρίς φόβο ή δάκρυα. Να σηκωθείς, να τεντωθείς. Να προσέξεις το μικρό σπασμένο γυαλί που σε καθρεφτίζει με μιαν ακρίβεια τρομαχτική. Θαύμασε το σώμα σου. Πάρε το γυαλί και χάραξε την περιοχή απ’το στέρνο μέχρι τον αφαλό. Με μια αυστηρή γραμμή. Μάζεψε το αίμα να μην λερώσει. Χάιδεψε τα πέλματα σου. Ψηλάφησε τις φουσκωμένες φλέβες. Ίσως σκεφτείς ότι τα μυστικά όλου του κόσμου κυλούν εκεί μέσα. Ίσως παρηγορηθείς. Να παρηγορηθείς. Να ψάξεις για έξοδο και να μη βρίσκεις καμία. Μη τρομάξεις. Όλα στον καιρό τους. Μπορείς να κοπείς λίγο ακόμα με το γυαλί ή να ξεκουραστείς. Μπορείς να κόψεις τις φλέβες σου και να αιμορραγήσεις αργά, μέχρι να πεθάνεις. Ίσως αυτό το τελευταίο να ‘ταν το καλύτερο. Δεν θα το κάνεις όμως, το ξέρουμε και οι δυό. Κοιμήσου.